- εκκόκκιση
- η και εκκοκκισμός, οη αφαίρεση τών κόκκων ή τών πυρήνων από διάφορους καρπούς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκκόκκιση — η ο αποχωρισμός του σπόρου από τον υπόλοιπο καρπό, το ξεκουκούτσιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαμβακομηχανή — η μηχανή για την εκκόκκιση του βάμβακος … Dictionary of Greek
διρράβδι — το γεωργικό εργαλείο για την εκκόκκιση τού καλαμποκιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + ραβδί] … Dictionary of Greek
εκκοκιστής — ο αυτός που κάνει την εκκόκκιση … Dictionary of Greek
εκκοκκιστήριο — το και εκκοκκιστήρας, ο 1. μηχάνημα με το οποίο γίνεται εκκόκκιση 2. εργοστάσιο ή εργαστήριο εκκοκκισμού … Dictionary of Greek
εκκοκκιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή χρησιμεύει στην εκκόκκιση … Dictionary of Greek
κότσαλο — το 1. μέρος τού σταχιού που δεν θρυμματίστηκε στο αλώνισμα 2. στέλεχος τού καρπού τού καλαμποκιού μετά την εκκόκκισή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κόψανον (< κόπτω). Το ψ > τσ (πρβλ. ψευδός: τσευδός) και το ν > λ πιθ. αναλογικά προς τα βότσαλο,… … Dictionary of Greek
εκκοκκισμός — ο η εκκόκκιση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκκοκκιστικός — ή, ό που χρησιμεύει στην εκκόκκιση (βλ. λ.): Εκκοκκιστικά μηχανήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)